- τετραγώνισμα
- τετρᾰγών-ισμα, ατος, τό,A rectangle, Antyll. ap. Orib.45.25.3, 45.26.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραγώνισμα — το, ΝΜΑ [τετραγωνίζω] νεοελλ. 1. ο μετασχηματισμός γεωμετρικού σχήματος σε τετράγωνο 2. η κατεργασία λίθου ή ξύλου κατά ορθές γωνίες μσν. αρχ. (για σχήμα) ορθογώνιο (α. «ἐκ τοῡ τετραγωνίσματος τῆς σκυτάλης», Τζέτζ. β. «μετὰ τὴν τετράγωνον ἐκκοπὴν … Dictionary of Greek
τετραγώνισμα — το, ατος μετατροπή σε τετράγωνο, η κατεργασία πέτρας ή ξύλου σε ορθές γωνίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραγωνίσματι — τετραγώνισμα rectangle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνίσματος — τετραγώνισμα rectangle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνισμός — ο 1. τετραγώνισμα (βλ. λ.). 2. η ύψωση αριθμού στο τετράγωνό του (στη δεύτερη δύναμη) με πολλαπλασιασμό του αριθμού επί τον εαυτό του: 52. 3. φρ., «τετραγωνισμός του κύκλου», άλυτο μαθηματικό πρόβλημα, όπου με κανόνα και διαβήτη επιδιώκεται να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)